- Θησείῳ
- Θησεί̱ῳ , Θησεῖονtemple of Theseusneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Θησείω — Θησεί̱ω , Θησεῖον temple of Theseus neut nom/voc/acc dual Θησεί̱ω , Θησεῖον temple of Theseus neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησείω — θησεῖον temple of Theseus neut nom/voc/acc dual θησεῖον temple of Theseus neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησείῳ — θησεῖον temple of Theseus neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδαρθάνω — (Α) 1. αποκοιμιέμαι, μέ παίρνει ο ύπνος («ἐν θάμνοισι κατέδραθον», Ομ. Οδ.) 2. περνώ κάπου τη νύχτα, διανυκτερεύω («κατέδαρθον ἐν Θησείῳ ἐν ὅπλοις», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δαρθάνω «κοιμάμαι»] … Dictionary of Greek